Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ – 21 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913
Ένας και πλέον αιώνας συμπληρώθηκε από την έναρξη του νικηφόρου Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, που ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1912 και ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1913, με αποτέλεσμα τον διπλασιασμό του Ελληνικού Κράτους.
Η πρώτη φάση του, το φθινόπωρο και τον Δεκέμβριο του 1912, ολοκληρώθηκε με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και μέρους της Μακεδονίας, αλλά και των νησιών του βορειο-ανατολικού Αιγαίου.
Η δεύτερη φάση του, από τον Ιανουάριο μέχρι τα μέσα του Μαρτίου 1913, ολοκληρώθηκε με την απελευθέρωση της Ηπείρου.
Οι Τούρκοι είχαν ένα σημαντικό πλεονέκτημα στην Ήπειρο, πού δεν ήταν άλλο παρά οι ισχυρά οχυρωμένη τοποθεσία στο ύψωμα Μπιζάνι, 15 χιλιόμετρα νότια των Ιωάννινων. Ο ελληνικός στρατός, είχε καθηλωθεί μπροστά στο Μπιζάνι, δεχόμενος καταιγισμό πυρών του τουρκικού πυροβολικού.
Μετά την ολοκλήρωση των επιχειρήσεων στην Μακεδονία, μεγάλο μέρος του στρατού μεταφέρθηκε στην Ήπειρο, ενώ την αρχιστρατηγία ανέλαβε και πάλι ο Διάδοχος Κωνσταντίνος, με το ίδιο επιτελείο που είχε απελευθερώσει τη Θεσσαλονίκη.
Η νίκη-«κλειδί» της απελευθέρωσης, όχι μόνο των Ιωαννίνων αλλά και ολόκληρης της Ηπείρου, ήταν η τετραήμερη μάχη του Μπιζανίου.
Ο ελληνικός στρατός, με επικεφαλής τα Ευζωνικά Τάγματα του Βελισαρίου και του Ιατρίδη, μετά από κυκλωτική ενέργεια, παρέκαμψε το Μπιζάνι και βρέθηκε προ των Ιωαννίνων, αιφνιδιάζοντας τον αντίπαλο και αναγκάζοντας τον Εσάτ Πασά, στην παράδοση της περιοχής.
Το βράδυ της 20ης Φεβρουαρίου, έφθασε στις προφυλακές των Ευζώνων, από τα Ιωάννινα, μια άμαξα στην οποία επέβαιναν ο επίσκοπος Δωδώνης, και δύο Τούρκοι αξιωματικοί.
Μαζί τους έφερναν επιστολή με πρόταση του Εσάτ Πασά προς τον Κωνσταντίνο για άνευ όρων παράδοση της πόλης. Την επιστολή συνυπέγραφαν οι πρόξενοι στα Γιάννενα της Ρωσίας, της Αυστρο-Ουγγαρίας και της Γαλλίας.
Τα ξημερώματα της 21ης Φεβρουαρίου, οι απεσταλμένοι, συνοδευόμενοι από τον διοικητή του 9ου τάγματος ευζώνων, τον ήρωα ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου, έφθασαν στο Χάνι Εμίν Αγά όπου βρισκόταν το Ελληνικό Στρατηγείο. Εκεί υπεγράφη η παράδοση.
Σε λίγες ώρες ο Ελληνικός Στρατός, με επικεφαλής τον Αρχιστράτηγο και το επιτελείο του, έμπαινε στα Ιωάννινα, μετά από 483 χρόνια τουρκικού ζυγού.
Τις επόμενες ημέρες ο στρατός προήλασε προς τη Βόρεια Ήπειρο και εντός της πρώτης εβδομάδας του Μαρτίου απελευθέρωσε το Αργυρόκαστρο, τη Χειμάρα, τους Αγ. Σαράντα, την Πρεμετή, το Τεπελένι, την Κλεισούρα.
Στην προσπάθεια αυτή μεγάλη υπήρξε η υποστήριξη του Στόλου του Ιονίου ο οποίος με βομβαρδισμούς, με αποβατικά αγήματα και με ανεφοδιασμό από τη θάλασσα συνέβαλε ουσιαστικά στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Για πρώτη φορά ελληνικός στρατός πατούσε τα βορειοηπειρωτικά χώματα, με τους βορειοηπειρώτες να πανηγυρίζουν από ενθουσιασμό. Θα ακολουθήσουν άλλες δύο απελευθερώσεις από το στρατό μας (το 1914 και το 1940-41) χωρίς όμως μέχρι σήμερα οι βορειοηπειρώτες να βρούν τη δικαίωσή τους.
***
Επέτειοι όπως η σημερινή, φωτίζουν την κοινή μνήμη, τονώνουν το φρόνημα και ενισχύουν τους εθνικούς στόχους. Προσφέρονται για την ενίσχυση και διάσωση της ιστορικής μνήμης, τη σύσφιξη της κοινωνικής συνοχής, την προώθηση της απαραίτητης αίσθησης ότι είμαστε μέλη μιας κοινότητας, που έχει αρχή, αλλά έχει και συνέχεια.
Ο ποιητής Γεώργιος Σεφέρης θα τονίσει κατά την απονομή του Βραβείου Νόμπελ το 1963:
«Είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοσή του είναι τεράστια και εκείνο που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρίς διακοπή».
Λαοί που δεν θυμούνται, αυτοκαταδικάζονται… κι αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την εποχή των σαρωτικών αλλαγών όπως είναι η εποχή μας. Αντίθετα, εκείνοι οι λαοί που διατηρούν ζωντανή τη μνήμη τους οδηγούνται με ασφάλεια μέσα στον σύγχρονο λαβύρινθο της εποχής μας.
Το γεγονός που τιμούμε σήμερα, η απελευθέρωση των Ιωαννίνων και της υπόλοιπης Ηπείρου, είναι ένα από τα κοινά στοιχεία που μας ενώνουν.
Ανήκει, όπως όλα τα ιστορικά γεγονότα, στον καθένα χωριστά, αλλά και σε όλους ταυτόχρονα μαζί.
***
Τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα δεν αναδύονται από το πουθενά. Προηγείται μεγάλη περίοδος κυοφορίας που έχει τους δικούς της πρωταγωνιστές… Συχνά πρόκειται για τους αφανείς πρωταγωνιστές που προετοιμάζουν την έλευση του ιστορικού γεγονότος.
Και στην περίπτωση της Ηπείρου, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τους Ηπειρώτες λόγιους που προηγήθηκαν της απελευθέρωσης, τις ηγετικές μορφές της Ορθοδοξίας, και βεβαίως τους Ηπειρώτες ευεργέτες.
Ο ελληνισμός της Ηπείρου έζησε υπόδουλος σχεδόν πέντε αιώνες και διατήρησε τη συνοχή του. Μεγάλη η διάρκεια, ποικιλώνυμοι οι δυνάστες, ανυπέρβλητες οι δυσχέρειες.
Και όμως. Κρατήθηκαν αυτοί που ήταν. Έγιναν υποδείγματα εθνικού φρονήματος και προσφοράς.
Ήταν το φυσικό αποτέλεσμα μιας γιγαντιαίας συλλογικής συνείδησης που μέσα στη μακραίωνη νύχτα της σκλαβιάς διατηρούσε άσβεστους τους δυο πυρσούς που καθόριζαν την αυτογνωσία τους και άρα την ταυτότητά τους: την Ορθοδοξία και την ιστορική μνήμη.
Για το ξημέρωμα της Λευτεριάς αυτά ήταν τα προαπαιτούμενα. Αλλά δεν αρκούσαν. Έπρεπε να προστεθεί και ένας τρίτος παράγοντας εξίσου καθοριστικός: η άνθηση της οικονομίας. Σ’ αυτό, οι Ηπειρώτες της διασποράς συνέβαλαν αποφασιστικά.
Και πράγματι η ποιοτική αυτή άνθηση συντελέστηκε με τρόπο πρωτόγνωρο και εντυπωσιακό για την εποχή και μάλιστα με ταχύτατους ρυθμούς, τόσο σε έκταση όσο και σε βαθμό ποιότητας.
Οι Ηπειρώτες της διασποράς θέτουν στη διάθεση, αρχικά του ηπειρωτικού ελληνισμού και αργότερα ολόκληρου του ελληνισμού, την οικονομική βάση για την ίδρυση εκκλησιών και σχολείων, βασικής αλλά και ανώτατης εκπαίδευσης.
Ταυτόχρονα, ιδρύουν τυπογραφεία και χρηματοδοτούν την εκτύπωση βιβλίων της αρχαιας γραμματείας, νεότερων συγγραφέων, μεταφράσεων, εφημερίδων, διδακτικών εγχειριδίων…
Μ’ άλλα λόγια συγκροτούν το «διαδίκτυο» της εποχής, δηλαδή ένα κοινωνικό ιστό που θα συνδέσει τον ελληνισμό του Ηπειρωτικού χώρου και θα αναδείξει εναργέστερα τη συλλογική του συνείδηση.
Ο κατάλογος των πρωταγωνιστών αυτής της εκπληκτικής πνευματικής άνθησης είναι εντυπωσιακά μακρύς. Είναι πράγματι εκπληκτικό το ότι στο θαύμα αυτό της πνευματικής άνθησης συμβάλλουν ισοδύναμα άνθρωποι του πνεύματος και άνθρωποι της πράξης, όπως οι εμπορευόμενοι.
Είναι προφανές ότι το θαύμα της οικονομικής και πνευματικής άνθησης στην Ήπειρο και μάλιστα στην πιο μακραίωνα νύχτα της σκλαβιάς της δεν ήρθε απροσδόκητα: ο λαός αυτός έγραψε τη δική του ιστορία γιατί διέθετε ήδη ιστορία, αλλά και τις δυνάμεις εκείνες που θα τον καθιστούσαν ικανό να ξαναγράψει ιστορία.
Αυτή που τελικά κατέληξε στο γεγονός της 21ης Φεβρουαρίου του 1913.
***
Η λευτεριά δεν χαρίζεται, αλλά κερδίζεται. Κερδίζεται αλλά όχι μια φορά και για πάντα. Κερδίζεται διαρκώς, και από κάθε γενιά. Γιατί και οι απειλές είναι συνεχείς. Μπορεί να αλλάζουν πρόσωπο, αλλά παραμένουν.
Οι Ηπειρώτες λόγιοι, κληρικοί, έμποροι, ευεργέτες, μας επισημαίνουν ότι η διατήρηση της συλλογικής ιστορικής μνήμης, η συνείδηση ότι ανήκουμε σε μία κοινότητα, σε ένα έθνος, προϋποθέτει παιδεία.
Η παιδεία είναι το μέσον που θα μας διασφαλίζει ένα διαρκώς υψηλότερο επίπεδο εθνικής συνείδησης, προκειμένου σ΄ αυτόν τον σημερινό πολύπλοκο και πολυσύνθετο κόσμο, να διακρίνουμε τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες, αλλά και τις νέες απειλές.
Μόνο έτσι θα μας τιμά διαρκώς η Λευτεριά.
Και μόνο έτσι θα την τιμούμε.